"Ο Στόουνερ", John Williams

Μια περίεργη ιστορία επιτυχίας συνοδεύει το Στόουνερ, του John Williams. Το βιβλίο εκδόθηκε στην Αμερική το 1964, έκανε μια μέτρια πορεία και τελικά εξαντλήθηκε χωρίς να επανεκδοθεί. Το 2011 μια Γαλλίδα μεταφράστρια, η Anna Gavalda, το ανακάλυψε και το μετέφρασε. Στη Γαλλία το Στόουνερ, πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, έγινε εκδοτική επιτυχία σχεδόν αμέσως, χωρίς κριτικές, από στόμα σε στόμα. Ακολούθησαν η Αγγλία, η Ολλανδία, όπου είναι ακόμα bestseller. Το New Yorker το 2013 ονόμασε το μυθιστόρημα «The greatest American novel you have never heard of». Κι όλα αυτά ενώ ο συγγραφέας του ήταν ήδη 19 χρόνια πεθαμένος και δεν είχε πάρει ξαφνικά το Νόμπελ.  
 
Η φήμη του Στόουνερ με έκανε να το πιάσω σχεδόν μόλις κυκλοφόρησε από την ολοκαίνουργια σειρά των εκδόσεων Gutenberg, Αλντίνα· και δεν με απογοήτευσε. Πρόκειται για να διαμαντάκι αφήγησης, που δεν σε αφήνει να το αφήσεις από τα χέρια σου, ένα βιβλίο κάπως χαμηλότονο που μιλά για τη ζωή και τη ματαιότητα. 
 
Ο Στόουνερ είναι καθηγητής Αγγλικής φιλολογίας σε ένα μέτριο Πανεπιστήμιο. Η οικογένειά του ήταν αγροτική, αλλά εκείνος ένιωσε την κλίση του όσο σπούδαζε Γεωπονία, και άλλαξε κατεύθυνση. Ερωτεύτηκε μια γυναίκα, που έγινε η σύζυγός του, και κατάλαβε σχεδόν αμέσως πως ο γάμος του ήταν ένα λάθος. Έζησε συμβατικά μαζί της, λάτρεψε την κόρη του, αν και η γυναίκα του προσπάθησε να τη στρέψει εναντίον του. Στο τμήμα του στο Πανεπιστήμιο μπλέχτηκε σε έριδες και έμεινε στάσιμος. Γνώρισε στα σαράντα του τον έρωτα, σαρκικό και με πάθος, αλλά αναγκάστηκε κι αυτό να το εγκαταλείψει λόγω των κοινωνικών συμβάσεων. Έζησε μια ζωή, που μοιάζει με τις ζωές μας, κι όχι μια ζωή που μοιάζει  με μυθιστορηματικού ήρωα. 
 
Αν τύχει και κάποιος φοιτητής συναντήσει το όνομα Γουίλιαμ Στόουνερ, ενδέχεται να αναρωτηθεί γενικά και αόριστα ποιος ήταν αυτός· η περιέργεια του πάντως σπάνια θα ξεπεράσει το επίπεδο της απλής ερώτησης. Οι συνάδελφοι του Στόουνερ, οι οποίοι δεν του είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση όσο ζούσε, τώρα πια τον αναφέρουν σπανίως· στους μεγαλύτερους το όνομά του λειτουργεί ως υπενθύμιση του αναπόφευκτου για όλους τέλους, για τους νεότερους είναι απλώς ένας ήχος που δεν ανακαλεί τίποτε από το παρελθόν ούτε τους θυμίζει κάποιον που είχε σχέση με τους ίδιους ή τη σταδιοδρομία τους.
 
Αυτά μας γράφει ο συγγραφέας για τον ήρωα του ήδη από την πρώτη σελίδα. Παρ’ όλες τις ήττες στα μεγάλα και σημαντικά, και την αφάνεια μετά θάνατον, όμως, ο Στόουνερ έζησε φυσιολογικά. Αυτό θέλει να μας πει η ιστορία του. Δέχτηκε τη μια μετά την άλλη τις κατραπακιές συνειδητοποιώντας πως έτσι είναι. Χωρίς θυμό. Με θυμό. Πάντως με τελικό θετικό πρόσημο στον απολογισμό. Έκανε όσα μπορούσε, όπως μπορούσε, όσο του επέτρεπε η ζωή κάθε φορά. Και έζησε με βασικό γνώμονα τον έρωτά του: το Πανεπιστήμιο και τη λογοτεχνία.
 
Η αφήγηση είναι λιτή, χωρίς γλωσσικά στολίδια. Είναι γραμμική, χωρίς τερτίπια με τον χώρο και τον χρόνο. Είναι βαθιά, βαθύτατα ανθρώπινη. Και πολύ μελαγχολική. Η γοητεία του Στόουνερ καταλαβαίνω πως δεν θα αγγίξει όλους εκείνους που ψάχνουν έναν εμβληματικό μυθιστορηματικό ήρωα. Μπορεί όμως να συγκινήσει τους αναγνώστες που μαγεύονται από την ίδια τη ζωή,